συγκαταλλάσσω

συγκαταλλάσσω
και αττ. τ. συγκαταλάτ
τω Α
συμφιλιώνω κάποιους μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καταλλάσσω «συμφιλιώνω, συμβιβάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”